- σύρσις
- -εως, ἡ, ΜΑ [σύρω]σύρσιμο, έλκυσηαρχ.1. το τράβηγμα τού αρότρου από τα βόδια, η άροση2. ονομασία τόπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύρσιν — σύρσις drawing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
σύρσεως — σύρσεω̆ς , σύρσις drawing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)